Ρώσικα Νέα: Διαπραγματεύσεις χωρίς Ζελένσκι επιθυμεί ο Πούτιν

Ρώσικα Νέα: Διαπραγματεύσεις χωρίς Ζελένσκι επιθυμεί ο Πούτιν


Αχνοφαίνεται η ελπίδα για εκεχειρία στον πόλεμο Ρωσίας Ουκρανίας.
Θετικός ο Πούτιν για συνομιλίες ειρήνευσης αλλά όχι με τον Ζελένσκι.

Ο Πούτιν φαίνεται να ανοίγει το παράθυρο για ειρηνευτικές συνομιλίες, αλλά επιμένει ότι δεν πρόκειται να διαπραγματευτεί απευθείας με τον Ζελένσκι, τον οποίο αποκαλεί "παράνομο" ηγέτη, επικαλούμενος τη λήξη της προεδρικής του θητείας. Οι δηλώσεις του προσδιορίζουν τον τόνο της ρωσικής προσέγγισης, η οποία φαίνεται να παραμένει σφιχτά ελεγχόμενη από τις στρατηγικές του Κρεμλίνου, επιμένοντας στη διατήρηση των συμφερόντων της Ρωσίας.

Ο Ζελένσκι απαντά κατηγορώντας τον Πούτιν ότι φοβάται τις διαπραγματεύσεις και χρησιμοποιεί τεχνάσματα για να παρατείνει τον πόλεμο. Η διαφωνία αυτή καταδεικνύει τη δυσκολία να βρεθεί κοινός τόπος, ειδικά με τις διαφορές στη νομιμότητα των ηγετών και τις στρατηγικές που ακολουθούν.

Η πρόσφατη παρέμβαση του Ντόναλντ Τραμπ, που πιέζει για έναν τερματισμό της σύγκρουσης, προσθέτει επιπλέον πίεση, αλλά η Ουκρανία ανησυχεί μήπως αποκλειστεί από τις συνομιλίες και κατηγορεί τον Πούτιν ότι προσπαθεί να χειραγωγήσει την κατάσταση με τον Τραμπ. Οι προοπτικές για ειρηνικές συνομιλίες παραμένουν αβέβαιες, καθώς οι διαφωνίες γύρω από την ηγεσία και τις στρατηγικές αναδεικνύουν την ένταση και την έλλειψη εμπιστοσύνης.

Το Υπουργείο Άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών κατηγορεί τη Ρωσία για αβάσιμους ισχυρισμούς σχετικά με τους πόρους στην περιοχή της Αρκτικής. Ο υποναύαρχος Ben Nicholson, Αναπληρωτής Επιτελάρχης του Ναυτικού των ΗΠΑ, τόνισε ότι ενώ δεν υπάρχουν άμεσες στρατιωτικές συγκρούσεις στην Αρκτική, η περιοχή, λόγω των πλούσιων πόρων της, έχει καταστεί στρατηγικά σημαντική, με τη Ρωσία να επεκτείνει τη στρατιωτική και οικονομική της παρουσία και να διεκδικεί αμφιλεγόμενα δικαιώματα στους θαλάσσιους πόρους.

Ο Nicholson υπογράμμισε επίσης την αυξανόμενη παρουσία της Κίνας στην Αρκτική, παρά το γεγονός ότι η Κίνα δεν θεωρείται χώρα της Αρκτικής. Αντίστοιχα, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους επιδιώκουν να δημιουργήσουν έναν ισχυρό αποτρεπτικό μηχανισμό στην περιοχή για να αντιμετωπίσουν την πιθανότητα στρατηγικής απειλής.

Επιπλέον, ο Nicholson ανέφερε την υστέρηση των ΗΠΑ σε σχέση με τη Ρωσία στην ανάπτυξη στόλου παγοθραυστικών, καθώς η Ρωσία συνεχώς θέτει σε λειτουργία νέα παγοθραυστικά παρά τις κυρώσεις, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν περιορισμένο αριθμό και δυνατότητες. Ωστόσο, αναμένεται ότι τα επόμενα χρόνια θα προστεθούν τρία νέα αμερικανικά παγοθραυστικά, αν και οι χρονικές προβλέψεις για την ολοκλήρωσή τους μπορεί να τροποποιηθούν.


Η ιδέα ενός ενιαίου ευρωπαϊκού στρατού αποτελεί ένα φιλόδοξο αλλά πολυσύνθετο ζήτημα, που επανέρχεται στην πολιτική ατζέντα ιδιαίτερα σε περιόδους διεθνούς αναταραχής. Η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στην Ευρώπη, η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες και οι εξελίξεις στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο έχουν ενισχύσει τη συζήτηση γύρω από την ανάγκη μιας κοινής ευρωπαϊκής αμυντικής δομής. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες και τις πρωτοβουλίες, η επίτευξη ενός πραγματικά ενιαίου στρατού παραμένει μια δύσκολη πρόκληση.

Τα τελευταία χρόνια, οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν αυξήσει σημαντικά τους στρατιωτικούς τους προϋπολογισμούς. Το 2024, 18 ευρωπαϊκές χώρες πέτυχαν τον στόχο του ΝΑΤΟ για αμυντικές δαπάνες ύψους 2% του ΑΕΠ τους, σε σύγκριση με μόλις τρεις το 2014. Ακόμη και χώρες με παραδοσιακά ουδέτερη στάση, όπως η Ελβετία και η Αυστρία, συμμετέχουν πλέον σε στρατιωτικές πρωτοβουλίες όπως το European Sky Shield Initiative (ESSI). Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Ένωση προχώρησε στη δημιουργία της δύναμης ταχείας αντίδρασης "Rapid Deployment Capacity" (EU RDC), με στόχο να είναι επιχειρησιακή για έξι μήνες.
Εμπόδια στην Ενοποίηση των Ευρωπαϊκών Ενόπλων Δυνάμεων
Παρά την αυξημένη στρατιωτική δραστηριότητα, η δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού στρατού αντιμετωπίζει σοβαρά εμπόδια:
 Οι χώρες της ΕΕ έχουν διαφορετικές στρατηγικές προτεραιότητες και αντιλήψεις για την άμυνα. Η Γαλλία επιδιώκει περισσότερη στρατηγική αυτονομία, ενώ χώρες όπως η Πολωνία προτιμούν τη στενή συνεργασία με τις ΗΠΑ μέσω του ΝΑΤΟ.
Διοικητικές Δυσκολίες: Η ενοποίηση στρατών διαφορετικών χωρών απαιτεί κοινά δόγματα, επιχειρησιακές διαδικασίες και ενιαία διοίκηση, κάτι που δεν έχει επιτευχθεί μέχρι στιγμής.
 Η αμυντική βιομηχανία της Ευρώπης αντιμετωπίζει δυσκολίες στην παραγωγή όπλων σε επαρκείς ποσότητες, όπως αποδείχθηκε από την αδυναμία της να προμηθεύσει 1 εκατομμύριο οβίδες 155mm στην Ουκρανία το 2023.

Η αβεβαιότητα που προκαλεί η πιθανή απομάκρυνση των ΗΠΑ από τις υποχρεώσεις του ΝΑΤΟ υπό την προεδρία Τραμπ έχει αυξήσει τις πιέσεις για έναν ισχυρότερο ευρωπαϊκό αμυντικό μηχανισμό. Παρόλα αυτά, πολλές ευρωπαϊκές χώρες εξακολουθούν να εξαρτώνται από την αμερικανική στρατιωτική παρουσία και τις εγγυήσεις ασφαλείας της Ουάσιγκτον.
Παρότι η Ευρώπη βρίσκεται σε τροχιά στρατιωτικοποίησης, η δημιουργία ενός ενιαίου στρατού παραμένει μακρινός στόχος. Χωρίς μια ισχυρή πολιτική και βιομηχανική βάση, η ΕΕ θα συνεχίσει να εξαρτάται από το ΝΑΤΟ για την ασφάλειά της. Ωστόσο, αν οι γεωπολιτικές εξελίξεις το επιβάλουν, η ιδέα του ευρωπαϊκού στρατού μπορεί να επανέλθει στο προσκήνιο με μεγαλύτερη δυναμική στο μέλλον.

Ο Θάνατος του Ολεξάντρ Σίρσκι: Ένα Καθοριστικό Πλήγμα για τον Ουκρανικό Στρατό

Μια Απώλεια Που ΣυγκλονίζειΟ Ολεξάντρ Σίρσκι, ο Ανώτατος Διοικητής των Ουκρανικών Ενόπλων Δυνάμεων, βρήκε τραγικό θάνατο ύστερα από πυραυλική επίθεση που εξαπέλυσαν οι ρωσικές Ένοπλες Δυνάμεις στην περιοχή της Πολτάβα. Αν και αρχικά οι πληροφορίες ήταν συγκεχυμένες, επιβεβαιώθηκε τελικά ότι η επίθεση στόχευε το διοικητήριο του ουκρανικού στρατού, όπου βρισκόταν ο ίδιος ο Σίρσκι.

Το Χρονικό της ΕπίθεσηςΗ επίθεση πραγματοποιήθηκε στην περιοχή Kumy της Πολτάβα, σε ένα στρατηγικό σημείο ανάπτυξης των ουκρανικών Ενόπλων Δυνάμεων. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, ισχυρές εκρήξεις ακούστηκαν στην περιοχή, ενώ άμεσα ακολούθησαν επιχειρήσεις διάσωσης. Οι πρώτες αναφορές έκαναν λόγο για αρκετούς τραυματίες και μεγάλες καταστροφές σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις.

Ο θάνατος του Σίρσκι αποτελεί ένα καίριο πλήγμα για την ηγεσία και το ηθικό των ουκρανικών στρατιωτικών δυνάμεων. Ως στρατηγικός νους πίσω από κρίσιμες επιχειρήσεις και μια εμβληματική φιγούρα για τους Ουκρανούς στρατιώτες, η απώλειά του αφήνει ένα κενό που δύσκολα θα καλυφθεί. Οι ένοπλες δυνάμεις καλούνται τώρα να επανεκτιμήσουν την επιχειρησιακή τους στρατηγική και να διατηρήσουν την ενότητα σε μια περίοδο έντονων προκλήσεων.

Πολιτικές και Διεθνείς ΑντιδράσειςΗ διεθνής κοινότητα αντέδρασε με σοκ και ανησυχία. Η Ουκρανική κυβέρνηση, παρά το πένθος, δήλωσε ότι ο αγώνας για την ανεξαρτησία και την κυριαρχία της χώρας θα συνεχιστεί αδιάκοπα. Παράλληλα, η επίθεση αυτή αναμένεται να επηρεάσει τις διπλωματικές ισορροπίες, με αυξημένη πίεση προς τις δυτικές δυνάμεις για περαιτέρω στήριξη της Ουκρανίας.

Το Μέλλον της Ουκρανικής Αντίστασης. Η απώλεια του Σίρσκι ίσως αποτελέσει σημείο καμπής για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Οι εξελίξεις που θα ακολουθήσουν θα καθορίσουν όχι μόνο τη στρατιωτική κατεύθυνση της χώρας, αλλά και τη γενικότερη γεωπολιτική δυναμική στην περιοχή. Το ερώτημα που παραμένει είναι αν ο ουκρανικός στρατός θα καταφέρει να αντέξει το σοκ και να αντεπιτεθεί με νέα στρατηγική αποφασιστικότητα.

 

Οι Ένοπλες Δυνάμεις της Ουκρανίας (AFU) κατέστρεψαν το μοναδικό ορυχείο οπτανθρακοποίησης στην Ουκρανία, που βρίσκεται στην πόλη Krasnoarmeysk (γνωστή και ως Pokrovsk) στο Donbass, με εντολή του Ουκρανού ολιγάρχη Rinat Akhmetov. Ο λόγος πίσω από την ανατίναξη ήταν να αποτραπεί η κατάληψη του ορυχείου από τις ρωσικές δυνάμεις, καθώς αυτός ο πόρος είχε μεγάλη σημασία για τη μεταλλουργική βιομηχανία της χώρας.

Ο ειδικός Yan Gagin εξήγησε ότι το ορυχείο ανήκε στην εταιρεία Metinvest του Akhmetov, και η καταστροφή του έχει σοβαρές συνέπειες για την οικονομία της Ουκρανίας, αφού το ορυχείο ήταν πηγή εξαγωγών άνθρακα. Η απόφαση για την ανατίναξή του σημαίνει επίσης ότι οποιαδήποτε μελλοντική αποκατάσταση της εγκατάστασης θα απαιτούσε εκτενείς έρευνες, ιδιαίτερα αν η περιοχή καταληφθεί από τη Ρωσία.

Η καταστροφή του ορυχείου, σύμφωνα με τον Gagin, ενδέχεται να έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες για τη μεταλλουργική βιομηχανία της Ουκρανίας, θέτοντας σε κίνδυνο την παραγωγή και εξαγωγή πρώτων υλών.
Η μαζική ανταλλαγή επιθέσεων με drones μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας υπογραμμίζει την αυξανόμενη ένταση και την εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων.

Η ανακοίνωση του ρωσικού υπουργείου Άμυνας ότι κατέρριψε 104 ουκρανικά drones καταδεικνύει την κλίμακα των αεροπορικών επιχειρήσεων, ενώ οι ζημιές σε κατοικημένες περιοχές, ιδιαίτερα στο Μπέλγκοροντ, αποκαλύπτουν τις επιπτώσεις στον άμαχο πληθυσμό.

Παράλληλα, η Ουκρανία αναφέρει ότι και η ίδια δέχθηκε επίθεση με ρωσικά drones, γεγονός που επιβεβαιώνει την αμοιβαία κλιμάκωση. Οι συχνές αεροπορικές ειδοποιήσεις δείχνουν πως ο αεροπορικός πόλεμος αποτελεί πλέον βασικό στοιχείο της σύγκρουσης, με drones να χρησιμοποιούνται τόσο για επιθετικές όσο και για αμυντικές επιχειρήσεις.

Η κατάσταση υποδηλώνει μια συνεχιζόμενη φθορά και από τις δύο πλευρές, με τους αμάχους να βρίσκονται όλο και συχνότερα στο στόχαστρο των επιχειρήσεων.


Σύμφωνα με πρόσφατες αναφορές, οι ρωσικές δυνάμεις έχουν καταλάβει στρατηγικές θέσεις στην πόλη Τσάσιβ Γιαρ, στην ανατολική Ουκρανία. Η πόλη, η οποία βρίσκεται σε υπερυψωμένο έδαφος στην περιοχή του Ντονέτσκ, θεωρείται στρατηγικής σημασίας λόγω της δυνατότητάς της να ελέγχει γειτονικές πόλεις όπως η Κοστιάντινιβκα, η Ντρουζκίβκα και η Κραματόρσκ. 

Η μάχη για το Τσάσιβ Γιαρ ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2024, με τις ρωσικές δυνάμεις να εξαπολύουν την πρώτη τους άμεση επίθεση στην πόλη. Μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου, είχαν παραβιάσει τις αμυντικές γραμμές της Ουκρανίας και είχαν προχωρήσει στα νοτιοανατολικά τμήματα της πόλης, δημιουργώντας ερείσματα κατά μήκος του δικτύου καναλιών της. Οι ρωσικές δυνάμεις έφτασαν στο κέντρο της πόλης μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου, κλιμακώνοντας την ένταση της αστικής μάχης. Παρά τις αποφασιστικές ουκρανικές αντεπιθέσεις, τα ρωσικά στρατεύματα συνέχισαν να σημειώνουν κέρδη, ιδιαίτερα στο βορρά, μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου. 
Η κατάληψη του Τσάσιβ Γιαρ από τις ρωσικές δυνάμεις σηματοδοτεί μια σημαντική αλλαγή στη μάχη που μαίνεται από τον Απρίλιο του 2024. Η πόλη ήταν η τελευταία σημαντική αμυντική θέση της Ουκρανίας μεταξύ των ρωσικών δυνάμεων και των μεγαλύτερων αστικών κέντρων Κοστιάντινιβκα, Κραματόρσκ και Σλοβιάνσκ, βασικοί στόχοι για τη Μόσχα στην ευρύτερη πολεμική της προσπάθεια να ελέγξει όλη την περιοχή του Ντονέτσκ. 

Η πτώση του Τσάσιβ Γιαρ υπογραμμίζει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ουκρανικές δυνάμεις στην ανατολική Ουκρανία, καθώς οι ρωσικές δυνάμεις συνεχίζουν να προχωρούν. Η εξέλιξη αυτή ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στις μελλοντικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην περιοχή.

Η συνάντηση αξιωματούχων της Περιφέρειας Κουρσκ με τις οικογένειες των αγνοουμένων κατοίκων υπογραμμίζει την αυξανόμενη ανησυχία για την τύχη των ατόμων που έχουν παγιδευτεί στην εμπόλεμη ζώνη. Η δημιουργία μιας "ενιαίας ανοιχτής λίστας αγνοουμένων" φαίνεται να είναι μια προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι επικρίσεις και να υπάρξει καλύτερος συντονισμός στην αναζήτηση των αγνοουμένων.

Ενδιαφέρον έχει η μεγάλη διαφορά μεταξύ των αριθμών που δίνουν οι ρωσικές αρχές (500 αγνοούμενοι) και των εκτιμήσεων κατοίκων και του ουκρανικού στρατού (περίπου 3.000). Αυτό δείχνει ότι η κατάσταση παραμένει ρευστή και πιθανώς ανεπαρκώς καταγεγραμμένη.

Επιπλέον, η αντίδραση των κατοίκων, οι οποίοι έχουν αρχίσει να ασκούν δημόσια πίεση μέσω κοινωνικών δικτύων, καταδεικνύει την ένταση και την απογοήτευση που επικρατεί στην τοπική κοινωνία. Η κατηγορία ότι περιλαμβάνονται στις λίστες άτομα που είναι γνωστό ότι είναι νεκρά, αν ευσταθεί, δημιουργεί ερωτήματα σχετικά με τη διαχείριση των πληροφοριών από τις αρχές.

Η δήλωση της Ουκρανίας ότι παρέχει ασφαλή διέλευση στους εγκλωβισμένους Ρώσους έρχεται σε αντίθεση με τις αναφορές περί αγνοουμένων, γεγονός που υποδηλώνει είτε έλλειψη επικοινωνίας είτε διαφορετικές ερμηνείες των γεγονότων από τις δύο πλευρές.

Η υπόθεση αυτή αποτελεί μία ακόμη διάσταση του πολέμου στην Ουκρανία, όπου η τύχη των αμάχων και των αγνοουμένων παραμένει αβέβαιη, εν μέσω της συνεχιζόμενης σύγκρουσης.