Ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε στις 28 Μαΐου 2020 προεδρικό διάταγμα που στοχεύει στην άρση της «λογοκρισίας» στα social media, κλιμακώνοντας την αντιπαράθεσή του με πλατφόρμες όπως το Twitter και το Facebook. Το διάταγμα αποτελεί απάντηση στην απόφαση του Twitter να προσθέσει προειδοποιητικές σημάνσεις σε tweets του Τραμπ σχετικά με την επιστολική ψήφο, χαρακτηρίζοντάς τα παραπλανητικά.
Το διάταγμα επιδιώκει να περιορίσει τις νομικές προστασίες που απολαμβάνουν οι εταιρείες social media βάσει του άρθρου 230 του Νόμου για την Αξιοπρέπεια στις Επικοινωνίες (CDA). Το άρθρο αυτό παρέχει ασυλία στις πλατφόρμες για το περιεχόμενο που δημοσιεύουν οι χρήστες, ενώ τους επιτρέπει να αφαιρούν αναρτήσεις που παραβιάζουν τους κανόνες τους.
Ο Γενικός Εισαγγελέας, Γουίλιαμ Μπαρ, δήλωσε ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα προχωρήσει σε νομικές ενέργειες κατά των εταιρειών κοινωνικής δικτύωσης, εάν παραβιάσουν τις νέες κανονιστικές ρυθμίσεις. Παράλληλα, ο Τραμπ δεσμεύτηκε για πρόσθετες νομοθετικές πρωτοβουλίες, καθώς ένα διάταγμα έχει περιορισμένο αντίκτυπο χωρίς τη συναίνεση του Κογκρέσου.
Η απόφαση του Twitter να χαρακτηρίσει δύο αναρτήσεις του ως παραπλανητικές εξόργισε τον Τραμπ, ο οποίος κατηγόρησε τις πλατφόρμες για πολιτική μεροληψία και φίμωση συντηρητικών φωνών. Στις αναρτήσεις του, ο πρόεδρος των ΗΠΑ απείλησε να κλείσει ή να επιβάλει αυστηρούς κανονισμούς στις εταιρείες social media, υποστηρίζοντας ότι οι Ρεπουμπλικάνοι αντιμετωπίζουν διακρίσεις.
Αν και η υπογραφή του διατάγματος είχε στόχο να στείλει μήνυμα στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, οι αναλυτές σημειώνουν ότι οι νομοθετικές αλλαγές απαιτούν τη στήριξη του Κογκρέσου, όπου η αντίδραση ενδέχεται να είναι διχασμένη. Παράλληλα, η κίνηση αυτή αναζωπύρωσε τη συζήτηση για τον ρόλο των social media στη ρύθμιση της παραπληροφόρησης και την ελευθερία του λόγου.
Ο Ντόναλντ Τραμπ εξαπέλυσε νέα επίθεση κατά των social media, κατηγορώντας τους τεχνολογικούς κολοσσούς ότι «σίγησαν εκατομμύρια ανθρώπους» μέσω της διαγραφής λογαριασμών, γεγονός που χαρακτήρισε ως «λογοκρισία». Αυτή η τοποθέτησή του έρχεται μετά από ενέργειες του Facebook και του Twitter, που διέγραψαν λογαριασμούς που συνδέονταν με ιρανική προπαγάνδα ή υποψίες για ρωσική ανάμειξη.
Ο Τραμπ υποστήριξε πως ακόμη κι αν περιλαμβάνεται παραπληροφόρηση, όπως τα «Fake News» που ανέφερε για το CNN, δεν πρέπει να υπάρχει λογοκρισία, αφήνοντας τους ανθρώπους να κρίνουν μόνοι τους την αλήθεια. Η δήλωσή του εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αντιπαράθεσης, καθώς το Κογκρέσο εξετάζει τον ρόλο των social media στην ξένη προπαγάνδα και στην πιθανή ρωσική ανάμειξη στις εκλογές του 2016.
Η κριτική αυτή συμπληρώνει τις πρόσφατες δηλώσεις του, ότι τα social media λειτουργούν μεροληπτικά κατά συντηρητικών απόψεων, χωρίς όμως να υπάρχει κάποιο σχόλιο από τους εκπροσώπους του Facebook ή του Twitter για τις δηλώσεις του Αμερικανού προέδρου
Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας και η 1η Τροποποίηση του Αμερικανικού Συντάγματος κατοχύρωσαν την ελευθερία του λόγου ως θεμέλιο όλων των ελευθεριών, προστατεύοντας τον Τύπο από λογοκρισία και προωθώντας έναν ισχυρό και ανεξάρτητο δημοσιογραφικό λόγο. Ωστόσο, παραδείγματα λογοκρισίας, όπως το κάψιμο βιβλίων του Wilhelm Reich, δείχνουν ότι υπήρξαν αποκλίσεις.
Από τα τέλη του 20ού αιώνα, η πολιτική ορθότητα και η κουλτούρα της ακύρωσης (cancel culture) περιόρισαν την ελευθερία της έκφρασης. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ) επιβάλουν φίλτρα μέσω «fact-checkers», αποκλείοντας συχνά μη πολιτικά ορθές απόψεις, με πρόσχημα την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης.
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ερμηνεύει διασταλτικά την απαγόρευση λογοκρισίας, καλύπτοντας ακόμη και ιδιωτικές εξουσίες, ενώ στις ΗΠΑ η προστασία επικεντρώνεται στη δημόσια διοίκηση. Παρόλα αυτά, και στις δύο περιοχές η ελευθερία λόγου στοχεύει στη διασφάλιση των ιδεών που ενοχλούν, προάγοντας την ανεκτικότητα.
Ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ ανακοίνωσε σημαντικές αλλαγές στη διαχείριση περιεχομένου στο Facebook και το Instagram, καταργώντας τον έλεγχο της αλήθειας από τρίτους και εισάγοντας σημειώσεις χρηστών, παρόμοιες με την προσέγγιση του Έλον Μασκ στο X. Οι αλλαγές φαίνεται να συνδέονται με τις πιέσεις του Ντόναλντ Τραμπ και της επερχόμενης κυβέρνησής του, καθώς ο Ζάκερμπεργκ είχε γίνει στόχος κριτικής λόγω δωρεών του στις εκλογές του 2020. Επιπλέον, η Meta μετακινεί την ομάδα ελέγχου περιεχομένου της από την Καλιφόρνια στο Τέξας και αίρει περιορισμούς σε ευαίσθητες συζητήσεις.
Ο Τραμπ εξήρε τις αλλαγές, ενώ η Meta και άλλες τεχνολογικές εταιρείες φαίνεται να επιδιώκουν τη στήριξή του πριν αναλάβει την προεδρία.
My heart belongs toy you.
Η ομιλία του Έλον Μασκ και η αμφιλεγόμενη χειρονομία του στη γιορτή μετά την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στο προεδρικό γραφείο προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις και δημόσιο διάλογο. Ως νεοδιορισθείς επικεφαλής του "Department of Government Efficiency" (DOGE), ο Μασκ τράβηξε την προσοχή, όχι μόνο με την ομιλία του, αλλά και με την κίνησή του, η οποία ερμηνεύθηκε από πολλούς ως παραλληλισμός με τον ναζιστικό χαιρετισμό "Sieg Heil".
Κατά την εκδήλωση στο Capital One Arena, ο Μασκ εξέφρασε ευγνωμοσύνη για τα εκλογικά αποτελέσματα, χαρακτηρίζοντάς τα «κομβικά» και δηλώνοντας ότι το μέλλον του πολιτισμού είναι εξασφαλισμένο. Ωστόσο, η χειρονομία του—με το χέρι πρώτα στο στήθος και έπειτα ένα ανασηκωμένο χέρι—προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Οι επικριτές έσπευσαν να καταγγείλουν την κίνηση, θεωρώντας την προσβλητική και φασιστική, ενώ οι υποστηρικτές του ισχυρίστηκαν ότι ήταν απλώς μια παρεξήγηση ή μια ανεπιτυχής έκφραση ενθουσιασμού. Κάποιοι υποστήριξαν ότι η κίνηση δεν είχε πολιτική χροιά, ενώ άλλοι τόνισαν ότι οι δημόσιες χειρονομίες τέτοιων προσωπικοτήτων πρέπει να είναι προσεκτικά σχεδιασμένες για να αποφευχθούν παρανοήσεις.
Μέχρι στιγμής, ο Έλον Μασκ δεν έχει σχολιάσει επίσημα το περιστατικό. Ωστόσο, η δημόσια εικόνα του έχει επηρεαστεί, με κάποιους να ζητούν διευκρινίσεις ή ακόμη και δημόσια απολογία.
H χειρονομία αν και κάπως άκομψη δεν παρπέμπει σε ναζιστικό χαιρετισμό.
Ο άνθρωπος ήταν ξεκάθαρος...
Μy heart belongs to you.
Η γνωστή πλέον κακόβουλη στάση μερίδας του τύπου απέναντι σε προσωπικότητες που υπερβαίνουν τα εσκαμένα και συνεπικουρούν στο να πάει ο κόσμος μπροστά είναι ένα φαινόμενο που θα πρέπει να εκλείψει το ταχύτερο δυνατόν διότι η δουλειά της δημοσιογραφίας και της ενημέρωσης σίγουρα δεν είναι η δεν πρέπει να είναι η πόλωση και η τρομολαγνεία.
Μεγάλο μέρος των μέσων ενημέρωσης θα πρέπει να αναθεωρήσει και να αναπροσαρμόσει την εικόνα του προς τα έξω ακόμα και αν κάτι τέτοιο αλλοιώσει το ύφος και την άποψη του.