Η επίθεση στη συναγωγή του Μάντσεστερ δεν ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό. Ήταν μια ακόμα υπενθύμιση ότι ο ισλαμιστικός εξτρεμισμός στην Ευρώπη δεν αποτελεί παρελθόν, αλλά μια απειλή που σιγοβράζει και αναζωπυρώνεται κάθε φορά που οι κοινωνίες χαλαρώνουν την προσοχή τους.
Ο δράστης, Τζιχάντ Αλ Σάμι, 35 ετών, Βρετανός πολίτης συριακής καταγωγής, δήλωσε πίστη στο Ισλαμικό Κράτος λίγο πριν εξαπολύσει τη δολοφονική του επίθεση έξω από τη συναγωγή του Χίτον Παρκ. Με ένα αυτοκίνητο και ένα μαχαίρι, σκότωσε δύο ανθρώπους και τραυμάτισε άλλους, προτού πέσει νεκρός από τα πυρά της αστυνομίας. Η υπόθεση συγκλόνισε τη Βρετανία, όχι μόνο για τη βία της, αλλά για το τι αποκαλύπτει: την ύπαρξη ενός υπόγειου ρεύματος ριζοσπαστικοποίησης που εξακολουθεί να δρα σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Παράλληλα, την ίδια στιγμή που το Μάντσεστερ βυθιζόταν στο πένθος, ξεκινούσε η δίκη δύο ανδρών που φέρονται να σχεδίαζαν μαζική επίθεση εναντίον της εβραϊκής κοινότητας στη βορειοδυτική Αγγλία — επίθεση εμπνευσμένη, και πάλι, από το Ισλαμικό Κράτος. Οι κατηγορούμενοι, Ουαλίντ Σααντάουι και Αμάρ Χουσέιν, είχαν επιχειρήσει να εισαγάγουν παράνομα επιθετικά τουφέκια στη χώρα, με στόχο να σκοτώσουν «εκατοντάδες αθώους». Η σύλληψή τους οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι ο συνεργός τους ήταν τελικά μυστικός αστυνομικός.
Τα περιστατικά αυτά δεν είναι μεμονωμένα. Οι βρετανικές υπηρεσίες ασφαλείας έχουν αυξήσει το επίπεδο συναγερμού τους, προειδοποιώντας ότι η επιστροφή της δράσης του Ισλαμικού Κράτους — είτε μέσω μεμονωμένων «μοναχικών λύκων», είτε μέσω οργανωμένων πυρήνων — αποτελεί υπαρκτό και αυξανόμενο κίνδυνο. Η δολοφονία δύο Εβραίων πιστών μέσα σε ευρωπαϊκό έδαφος, οι επαναλαμβανόμενες απειλές σε θρησκευτικούς στόχους και οι προσπάθειες εξοπλισμού ακραίων στοιχείων με όπλα πολεμικής χρήσης, επιβεβαιώνουν ότι η ριζοσπαστικοποίηση όχι μόνο δεν έχει εξαλειφθεί, αλλά εξελίσσεται.
Η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα γενιά τζιχαντιστών: ανθρώπους που γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν μέσα σε δυτικές κοινωνίες, γνωρίζουν τα αδύνατα σημεία τους, κι όμως στρέφονται εναντίον τους. Πολλοί από αυτούς έχουν ποινικό παρελθόν, ψυχιατρικά προβλήματα ή κοινωνική απομόνωση — στοιχεία που οι εξτρεμιστικές ιδεολογίες εκμεταλλεύονται για να τους στρατολογήσουν.
Η επίθεση στο Μάντσεστερ δεν αφορά μόνο τη βρετανική εβραϊκή κοινότητα. Αφορά ολόκληρη την ευρωπαϊκή κοινωνία και τη δυσκολία της να αντιμετωπίσει το φαινόμενο του ισλαμικού εξτρεμισμού χωρίς να διολισθήσει είτε στην ισλαμοφοβία είτε στην αφέλεια της «πολιτικής ορθότητας». Η ασφάλεια και η ανεκτικότητα δεν είναι αντίπαλες έννοιες — αλλά απαιτούν πολιτικό θάρρος και ρεαλισμό.
Η επιστροφή των σκιών του ISIS στην Ευρώπη είναι μια προειδοποίηση. Ότι ο φανατισμός, όταν δεν αντιμετωπίζεται στη ρίζα του —στη ρητορική, στα δίκτυα στρατολόγησης, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης— μπορεί να ξαναφέρει την ήπειρο σε εφιάλτες που όλοι νόμιζαν πως είχαν τελειώσει.
Η Ευρώπη χρειάζεται επειγόντως μια νέα στρατηγική ασφάλειας που θα συνδυάζει πρόληψη, εκπαίδευση, τεχνολογική επιτήρηση και διακρατική συνεργασία. Γιατί η απειλή δεν έχει περάσει — απλώς άλλαξε πρόσωπο.