Στο Λονδίνο, εκεί όπου άλλοτε οι Έλληνες πρωθυπουργοί πήγαιναν με τη φλόγα της διεκδίκησης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης οδεύει τώρα με την αγωνία να γλιτώσει την πολιτική ταπείνωση. Κι αν κάτι μυρίζει από μακριά, δεν είναι συμφωνία – είναι χυλόπιτα. Από αυτές τις παγωμένες, βρετανικές, που αφήνουν μεταλλική γεύση στο στόμα και σημάδι στο κύρος.
Ο πρωθυπουργός είχε τάξει στον εαυτό του –και στην κάλπη– ότι το «grand finale» του 2023 θα ήταν η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Ήθελε το όνομά του να γραφτεί με μελάνι χρυσό δίπλα στο εθνικό αίτημα δεκαετιών. Όμως, τότε, η συμφωνία κόλλησε στους τεχνικούς όρους και ο ιστορικός θρίαμβος μετατράπηκε σε ιστορικό άδειασμα.
Σήμερα, με τα ποσοστά της κυβέρνησης να κατρακυλούν, ο Μητσοτάκης κυνηγά ξανά το ίδιο τρόπαιο για να σώσει ό,τι προλαβαίνει. Μόνο που το έδαφος τρίζει κάτω από τα πόδια του.
Στην Αθήνα, η Λίνα Μενδώνη τρέχει και δεν φτάνει. Δίνει υποσχέσεις, στέλνει έγγραφα, διαπραγματεύεται στο σκοτάδι. Ο «μακροχρόνιος δανεισμός», που θα βάφτιζε την κατοχή των κλεμμένων γλυπτών ως φιλική χειρονομία, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Η κυβέρνηση τώρα ψάχνει απεγνωσμένα άλλη διατύπωση – κάτι πιο εύπεπτο για το εσωτερικό ακροατήριο, κάτι να χρυσώσει το χάπι, κάτι να κρύψει την αλήθεια.
Μα ο λαός καταλαβαίνει: όταν ψάχνεις λέξεις για να κρύψεις την ουσία, τότε η ουσία σε έχει ήδη νικήσει.
Στην απέναντι πλευρά, οι Βρετανοί κρατούν αποστάσεις. Ο Stephen Fry, παθιασμένος υπέρμαχος της επιστροφής, μίλησε ανοιχτά για τον «Σκοτσέζο πλιατσικολόγο» Έλγιν, όμως τα λόγια του –όσο γενναία κι αν είναι– δεν δίνουν καμία εγγύηση για συμφωνία. Αντίθετα, δείχνουν ότι το κλίμα στο Λονδίνο είναι λεπτό σαν πάγος που τρίζει.
Κι όταν ο πάγος τρίζει, κάποιος θα πέσει μέσα.
Η Μενδώνη επιμένει πως «βρισκόμαστε πιο κοντά από κάθε άλλη φορά», πως η «στρατηγική της κυβέρνησης αποδίδει». Μα όταν χρειάζεσαι μυστικές διαπραγματεύσεις, πειραγμένες ορολογίες και επίσημες δηλώσεις που θυμίζουν μισόλογα, τότε η πραγματικότητα είναι το ακριβώς αντίθετο:
δεν είμαστε κοντά σε τίποτα.
Και τώρα, μπροστά στο ταξίδι της 1–2 Δεκεμβρίου, ο πρωθυπουργός μπαίνει σε ένα σκηνικό όπου το πιθανότερο είναι να φύγει όχι με θρίαμβο, αλλά με εκείνο που λέει ο λαός:
Πήγε για μαλλί και θα γυρίσει κουρεμένος.
Στο ίδιο συνέδριο, στο ίδιο Λονδίνο, θα βρίσκονται οι μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις, οι τραπεζίτες, οι εκπρόσωποι της οικονομίας. Θα παρακολουθούν από κοντά αν ο πρωθυπουργός θα καταφέρει το ακατόρθωτο ή αν θα επιστρέψει στην Αθήνα με άδεια χέρια και πληγωμένο προφίλ.
Το παιχνίδι της κυβέρνησης είναι προφανές: λίγη επικοινωνία, λίγες διαρροές, λίγη λάμψη για να ανατρέψει τη μουντάδα των δημοσκοπήσεων. Μα τα Γλυπτά του Παρθενώνα δεν είναι προεκλογικό προϊόν.
Είναι το αίτημα ενός λαού δύο αιώνων.
Και τέτοια αιτήματα τιμωρούν όποιον πάει να τα χρησιμοποιήσει χωρίς σοβαρότητα.
Αν τελικά ο Μητσοτάκης πάρει τη χυλόπιτα που όλοι περιμένουν, τότε το φιάσκο δεν θα γράψει απλώς πολιτικό πλήγμα. Θα γίνει σημάδι εθνικής αδυναμίας, μια μαύρη στιγμή σε μια υπόθεση που απαιτεί κύρος και σταθερότητα – όχι ολιγωρία και λεκτικά τερτίπια.