Η στάση του Κυριάκου Μητσοτάκη απέναντι στη Ρωσία έχει πάψει να είναι απλώς μια θέση ευθυγράμμισης με τους συμμάχους της Δύσης και εξελίσσεται σε σταθερή πολιτική εμμονή. Από τις πρώτες κιόλας ημέρες του πολέμου στην Ουκρανία, η κυβέρνηση ακολούθησε χωρίς δισταγμό τη γραμμή της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών, επιβάλλοντας κυρώσεις και διακόπτοντας ενεργειακές και εμπορικές σχέσεις που για δεκαετίες αποτελούσαν στυλοβάτες της ελληνικής οικονομίας.
Σήμερα, μέσα από κάθε νέα δήλωση και κάθε συμφωνία που υπογράφεται στο όνομα της «ασφάλειας» και της «ενεργειακής ανεξαρτησίας», η Αθήνα φαίνεται να ενισχύει το ρόλο της ως προκεχωρημένο φυλάκιο των αμερικανικών συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο. Το LNG από τις Ηνωμένες Πολιτείες αντικαθιστά το ρωσικό φυσικό αέριο, τα λιμάνια του Αιγαίου και του Ιονίου ανοίγουν στις αμερικανικές βάσεις, ενώ η Σούδα παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος αυτής της στρατηγικής παρουσίας.
Πίσω όμως από τις συμφωνίες και τις υποσχέσεις για «ενίσχυση της συνεργασίας», διαγράφεται ένα ανησυχητικό μοτίβο εξάρτησης. Η Ελλάδα, χώρα που στο παρελθόν μπορούσε να συνομιλεί ισότιμα με Δύση και Ανατολή, περιορίζεται πλέον σε ρόλο εκτελεστικού οργάνου. Οι διπλωματικές της γέφυρες προς τη Μόσχα, που άλλοτε λειτουργούσαν ως πολύτιμα κανάλια επικοινωνίας, έχουν σχεδόν καταρρεύσει.
Διπλωματικές πηγές επισημαίνουν πως η κυβέρνηση ακολουθεί «γραμμή χωρίς εναλλακτικά σχέδια», επιμένοντας σε μια πολιτική μονομερούς εξάρτησης που ενδέχεται να απομονώσει τη χώρα αν αλλάξουν οι διεθνείς συσχετισμοί.
Η ιστορία, ωστόσο, έχει δείξει πως όταν η Ελλάδα ξεχνά την ισορροπία, πληρώνει βαρύ τίμημα. Κι ενώ οι μεγάλοι παίκτες επαναχαράσσουν χάρτες και συμμαχίες, η Αθήνα μοιάζει περισσότερο παρατηρητής παρά συμμέτοχος — εγκλωβισμένη σε μια εμμονή που ίσως αποδειχθεί πολιτικά και εθνικά ολέθρια.