Η νέα συμφωνία Ελλάδας–Ουκρανίας παρουσιάστηκε ως ενίσχυση στρατηγικών δεσμών και ως απόδειξη του ρόλου της χώρας μας στην ενεργειακή και γεωπολιτική σκακιέρα. Ωστόσο, πίσω από τις επίσημες δηλώσεις και τα θερμά μηνύματα, μένει το κρίσιμο ερώτημα: τι ακριβώς κέρδισε η Ελλάδα από αυτό το πακέτο συνεργασίας – και τι δεν κέρδισε;
Η Αθήνα δεσμεύτηκε σε επτά σημεία συνεργασίας που καλύπτουν άμυνα, ενέργεια και περιφερειακή ασφάλεια. Έγινε κόμβος διέλευσης αμερικανικού LNG προς το Κίεβο, κινητοποίησε τον Κάθετο Διάδρομο και υπέγραψε συμφωνία ΔΕΠΑ–Naftogaz για μακροχρόνιες παραδόσεις φυσικού αερίου. Όλα αυτά ενισχύουν τον ενεργειακό ρόλο της χώρας – αλλά δεν συνοδεύτηκαν από συγκεκριμένα, μετρήσιμα ανταλλάγματα για την ελληνική πλευρά.
Στο αμυντικό σκέλος, η Ελλάδα ανοίγει ξανά το κεφάλαιο συνεργασιών που σχετίζονται με μη επανδρωμένα θαλάσσια συστήματα, με κοινές ασκήσεις και ανταλλαγή πληροφοριών. Όμως η συμφωνία δεν προβλέπει ρητές δεσμεύσεις της Ουκρανίας προς την Ελλάδα, ούτε κάποια ουσιαστική αντιστάθμιση για προηγούμενες ελληνικές παραχωρήσεις, όπως η αποστολή οπλισμού που αποδυνάμωσε κρίσιμες αποθήκες των Ενόπλων Δυνάμεων.
Στην ενεργειακή σφαίρα, η χώρα μας αναλαμβάνει σημαντικό ρόλο ως δίαυλος αμερικανικού LNG, όμως δεν εξασφαλίζει μειωμένα τιμολόγια, προνομιακή πρόσβαση ή ενεργειακά ανταλλάγματα. Η συμφωνία ενισχύει κυρίως την ενεργειακή ασφάλεια της Ουκρανίας, όχι της Ελλάδας.
Την ώρα που νοικοκυριά και επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν υψηλό ενεργειακό κόστος, η Αθήνα δεν πέτυχε κάποια ρήτρα προστασίας ή σταθερότητας τιμών.
Η συνεργασία σε κυβερνοασφάλεια και κρίσιμες υποδομές ενισχύει τις δομές της Ουκρανίας, αλλά δεν συνοδεύεται από ειδικά χρηματοδοτικά εργαλεία ή τεχνογνωσία προς την ελληνική πλευρά, παρότι η χώρα μας έχει επίσης δεχθεί κυβερνοεπιθέσεις.
Ακόμη και στο πολιτικό επίπεδο, η Ελλάδα προσφέρει απροϋπόθετη υποστήριξη στην ευρωατλαντική πορεία της Ουκρανίας, χωρίς να ζητά ανάλογη στήριξη σε ζητήματα που την καίνε – όπως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, το Κυπριακό ή η θωράκιση των νησιών στο Αιγαίο.
Είναι σαφές ότι η Ουκρανία αποκομίζει χειροπιαστά οφέλη: φυσικό αέριο, στρατιωτική συνεργασία, ενεργειακή ασφάλεια, διεθνή υποστήριξη.
Η Ελλάδα, αντίθετα, μένει με έναν ρόλο «σταθερού διαμεσολαβητή» χωρίς οικονομικό όφελος, χωρίς γεωπολιτικό αντίκρισμα και χωρίς ενίσχυση των δικών της εθνικών συμφερόντων.
Η συμφωνία μπορεί να ενδυναμώνει τους δεσμούς με το Κίεβο και να στέλνει μήνυμα σταθερότητας στην Ευρώπη, όμως δεν προσφέρει σαφή κέρδη για την ελληνική πλευρά πέρα από τη συμβολική παρουσία στον ενεργειακό χάρτη.
Σε μια εποχή που ο ρεαλισμός πρέπει να υπερισχύει των εντυπώσεων, η συζήτηση για όσα δεν κερδήθηκαν είναι πιο αναγκαία από ποτέ.