Η ψευδαίσθηση της αντιπαράθεσης: Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ σε ένα θέατρο χωρίς διαχωριστικές γραμμές

Η ψευδαίσθηση της αντιπαράθεσης: Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ σε ένα θέατρο χωρίς διαχωριστικές γραμμές
Όταν η πολιτική αντιπαλότητα περιορίζεται σε ρητορική και τηλεοπτικές εικόνες, η κοινωνία παραμένει χωρίς ουσιαστικές απαντήσεις

Η δημόσια σκηνή των ημερών θυμίζει περισσότερο τηλεοπτικό στούντιο παρά πεδίο πολιτικής σύγκρουσης. Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ, δύο κόμματα που στο παρελθόν εξέφραζαν σαφώς διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και πολιτικά οράματα, σήμερα μοιάζουν εγκλωβισμένα σε μια αντιπαράθεση χωρίς περιεχόμενο. Μια αντιπαράθεση που υπάρχει περισσότερο για να συντηρείται το πολιτικό αφήγημα του «αντίπαλου πόλου» παρά για να προσφέρει πραγματικές επιλογές στους πολίτες.

Η Νέα Δημοκρατία, μετά από χρόνια διακυβέρνησης, δείχνει να επενδύει περισσότερο στη διαχείριση της εικόνας της παρά στην ουσία των πολιτικών της. Η ρητορική περί σταθερότητας και ανάπτυξης συχνά αποκρύπτει τη στασιμότητα σε κρίσιμους τομείς: στην Υγεία, στην Παιδεία, στην κοινωνική πολιτική. Η επίκληση της «σοβαρότητας» λειτουργεί περισσότερο ως πολιτικό καταφύγιο παρά ως ουσιαστικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων.

Από την άλλη πλευρά, το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά του, αλλά η προσπάθεια αυτή φαίνεται να χάνεται ανάμεσα σε αντιφατικά μηνύματα και μια επικοινωνιακή στρατηγική που περισσότερο αντιδρά παρά προτείνει. Ο Νίκος Μπουνάκης, όπως και άλλα στελέχη του κόμματος, εκπέμπουν συχνά τον λόγο της μετριοπάθειας – ενός λόγου που, αν και καλοπροαίρετος, συχνά στερείται πολιτικής αιχμής.

Η αντιπαράθεση των δύο κομμάτων μοιάζει, έτσι, περισσότερο με πολιτικό καθρέφτισμα: η Νέα Δημοκρατία υπερασπίζεται το «μοντέλο σταθερότητας» της εξουσίας, το ΠΑΣΟΚ επιχειρεί να παρουσιαστεί ως «σοβαρή εναλλακτική» χωρίς όμως να αρθρώνει ένα πειστικό κοινωνικό αφήγημα. Και οι δύο, ωστόσο, δείχνουν να έχουν κοινό παρονομαστή τη διατήρηση ενός πολιτικού status quo, όπου η ουσία της δημοκρατίας –η λογοδοσία, η ανανέωση, η ουσιαστική αντιπαράθεση ιδεών– υποκαθίσταται από σλόγκαν και τηλεοπτικές ατάκες.

Η κοινωνία, βυθισμένη σε κρίσεις κόστους ζωής, ανασφάλειας και απαξίωσης θεσμών, παρακολουθεί μια «αντιπαράθεση» που αφορά περισσότερο το ποιος επικοινωνεί καλύτερα, όχι ποιος κυβερνά καλύτερα. Κι όσο η πολιτική γίνεται διαχείριση εντυπώσεων, τόσο απομακρύνεται από την ίδια της την ουσία: να παράγει προτάσεις, όραμα και εμπιστοσύνη.