Ισχυρή οικονομική ανάπτυξη: Το ΑΕΠ αυξάνεται με σταθερό ρυθμό (περίπου 2% ετησίως), γεγονός που αυξάνει τη βάση πάνω στην οποία υπολογίζεται το ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ. Ακόμα και αν το απόλυτο χρέος παραμένει υψηλό ή αυξάνεται οριακά μέσω δανεισμού, η ταχύτερη ανάπτυξη του ΑΕΠ μειώνει τον λόγο χρέος/ΑΕΠ.
Πρωτογενή πλεονάσματα: Η Ελλάδα δημιουργεί πλεονάσματα στην πρωτογενή δημοσιονομική της θέση (δηλαδή έσοδα μείον δαπάνες χωρίς τόκους χρέους). Αυτά τα πλεονάσματα επιτρέπουν αποπληρωμή χρέους ή μείωση νέου δανεισμού για κάλυψη ελλειμμάτων, ενισχύοντας τη σταθερότητα και μειώνοντας το σχετικό χρέος.
Υψηλά ταμειακά διαθέσιμα: Με ταμειακά αποθέματα κοντά στο 18% του ΑΕΠ, η Ελλάδα μπορεί να αποπληρώνει χρέος προληπτικά, μειώνοντας τον λόγο χρέος/ΑΕΠ ακόμα και όταν εκδίδει νέα ομόλογα για τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού.
Μακροπρόθεσμος δανεισμός με ευνοϊκούς όρους: Τα ελληνικά ομόλογα έχουν μεγάλο μέσο χρόνο λήξης (19 χρόνια) και σχετικά χαμηλά επιτόκια, μειώνοντας την πίεση στις ετήσιες πληρωμές και επιτρέποντας τη σταδιακή μείωση του λόγου χρέος/ΑΕΠ.
Με απλά λόγια, η Fitch βλέπει ότι η Ελλάδα, παρά την εξάρτηση από δάνεια για τον προϋπολογισμό, δημιουργεί οικονομική «ανάσα» μέσω ανάπτυξης, πλεονασμάτων και ταμειακών αποθεμάτων, μειώνοντας σταδιακά τη σχετική χρέωση και ενισχύοντας την πιστοληπτική ικανότητα. Στο τέλος η Ελλάδα θα χρωστάει σε δάνεια πολύ περισσότερα από την ονομαστική της αξία γιατί η ανάπτυξη είναι εικονική και στηρίζεται στην πρόοδο και την εφαρμογήψηφιακών υπηρεσιών και όχι της πρωτογενούς παραγωγής και της βιομηχανίας.
Η Fitch εξηγεί τη μείωση του χρέους της Ελλάδας παρά το γεγονός ότι ο ετήσιος προϋπολογισμός στηρίζεται σε δάνεια μέσω μίας συνδυαστικής προσέγγισης: